- προωστικός
- -ή, -ό / προωστικός, -ή, -όν, ΝΑ [προωθῶ]νεοελλ.1. ο κατάλληλος για πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, προωστήριος2. φρ. α) «προωστικό όργανο»τεχνολ. ο προωστήραςβ) «απόδοση προωστικού οργάνου»(μηχανολ.) ο λόγος τής αναπτυσσόμενης από το όργανο πρόωσης προωστικής ισχύος προς την προσδιδόμενη σε αυτό από την κινητήρια μηχανή ισχύαρχ.αυτός που διώχνει μακριά, που απωθεί.επίρρ...προωστικώς / προωστικῶς ΝΑ, και προωστικά Νμε προωστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.